- συνεπελαφρίζω
- Απαθ. συνεπελαφρίζομαια) γίνομαι ελαφρός μαζί με κάποιονβ) μτφ. ανακουφίζομαι μέσω κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπελαφρίζομαι «γίνομαι ελαφρότερος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπελαφρισθεῖσα — συνεπελαφρίζω to be made light with aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπελαφρίζεται — συνεπελαφρίζω to be made light with pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)